Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Πριν ανατείλει

"Φοβήθηκες;"
 Τα χέρια του έτρεμαν σαν να πάγωνε από κάποιον ανύπαρκτο βοριά, και ας ήταν η λαύρα τής καλοκαιρινής νύχτας αφόρητη. Καθόταν σε ένα αναποδογυρισμένο καφάσι και αν και η λάμψη από το τσιγάρο του δεν ήταν αρκετή για να δει το πρόσωπό του, ένιωθε τα μάτια του καρφωμένα σε ένα σταθερό σημείο κοντά στα πόδια του. Σαν να είχε γίνει το σημείο αυτό το κέντρο του κόσμου. Ενός κόσμου που γκρεμιζόταν με θόρυβο, καθώς τα σαθρά του θεμέλια δεν μπορούσαν πλέον να τον βαστάζουν. Όλα έπεφταν σαν κομμάτια από ντόμινο και αυτό το σημείο ήταν το τελευταίο της πραγματικότητας που του απέμενε για να κρατηθεί και να συρθεί έξω από αυτήν.
"Φοβήθηκες;" τον ξαναρώτησε.
 Στάχτη έπεσε στο έδαφος από την κάφτρα του τσιγάρου. Σήκωσε το βλέμμα του. Τα μάτια του άστραψαν στο σκοτάδι. Δε μίλησε, μόνο χαμογέλασε και έστρεψε ξανά το βλέμμα του στο σημείο εκείνο, κάπου κοντά στα πόδια του.
"Θα μπορούσες να είχες..." ξεκίνησε πάλι να λέει.
"Χάσαμε! Το καταλαβαίνεις; Χάσαμε!" Ξέσπασε γελώντας. "Χάσαμε, από αύριο το πρωί όλα θα είναι διαφορετικά. Ο ήλιος θα ανατείλει πάνω από τις πολυκατοικίες όπως κάθε μέρα, αλλά δε θα είναι δικός μας. Ο κόσμος θα ξυπνήσει χωρίς να ξέρει πως οι τελευταίες του ελπίδες πέθαναν απόψε. Οι άνθρωποι πλέον θα κοιμούνται και θα ξυπνούν χωρίς να έχουν κάτι να περιμένουν. Θα ζουν, μα θα είναι χειρότερα και από νεκροί." Συνέχισε να γελά υστερικά. "Θα ζουν απλά. Δε θα ελπίζουν, δε θα ονειρεύονται, δε θα έχουν τίποτα δικό τους. Μέχρι και οι σκέψεις, δε θα είναι δικές μας. Μα τι λέω. Δε θα υπάρχουν σκέψεις..."
 Έχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Γελούσε ακόμη; Όχι, έκλαιγε με αναφιλητά. Πότε δεν τον είχε ξανακούσει να κλαίει.
"Δε θα υπάρχουν σκέψεις. Δε θα υπάρχουν συναισθήματα. Ιδέες. Ιδανικά, Δε θα υπάρχει τίποτα αληθινό, μόνο επιτεύγματα και έργα. Ο κόσμος θα κοιμηθεί. Θα είναι ένας ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, χωρίς τέλος. Όλοι θα ζουν γονατιστοί, μα δε θα το ξέρουν. Δε θα ξέρουν τίποτα. Και κάποτε, μαζί με τους γέρους θα πεθάνει κάθε σπίθα επανάστασης. Η λέξη αυτή θα σβηστεί. Κανείς δε θα ναι λεύτερος." Σώπασε για λίγο και είπε ψιθυριστά σα να μιλούσε στον εαυτό του: "Δε φοβήθηκα. Τώρα φοβάμαι."
Δεν ξαναμίλησαν ως το ξημέρωμα. Ήταν μια αυγή περίεργη, κόκκινη σα να τιμά τα γεγονότα της περασμένης νύχτας και συννεφιασμένη σαν τις μέρες που θα έρχονταν.